Ήταν σίγουρος πως θυμόνταν τη μέρα που πέρασε το κατώφλι, που έκανε δεκαεπτά βήματα και ξάπλωσε σε αυτό το κρεβάτι. Η αίσθηση που είχε το αριστερό του μάγουλο πάνω στο μαξιλάρι ήταν πραγματική, πότε ήταν μαλακό και τον ανακούφιζε, πότε έκαιγε από τις σκέψεις του, βάραινε, γινόταν τραχύ, του έγδερνε το δέρμα, και πότε ήταν ψυχρό και βουβό.
Ήταν όμως ένα χειροπιαστό μαξιλάρι όπως και το σκουριασμένο καρφί που φύλαγε από κάτω του. Συχνά το ψαχούλευε και το άγγιζε με τις άκρες των δαχτύλων του, για να ξυπνήσει τη ροή του αίματός του, για να του θυμίσει πως είναι ακόμα ζωντανός. Αυτά τα δυο πραγματικά αντικείμενα έδιναν υπόσταση στα δεκαεπτά βήματα που τον χώριζαν από την πόρτα, στην ίδια την πόρτα, αλλά και τη ζωή που είχε ζήσει πριν έξω.
Αφού υπάρχει το μαξιλάρι και το καρφί, σκεφτόταν, έτσι υπάρχουν κι όλα τα υπόλοιπα, όσα προηγήθηκαν, έτσι υπάρχω κι εγώ. Δεν ήμουν πάντα εδώ, ήμουν αυτός ο άγνωστος που συνάντησες και χαμογέλασες, ήμουν αυτός που άκουσες να τραγουδάει, ήμουν αυτός που πιάσατε μαζί εκείνες τις πέτρες και τις στήσατε τη μία πάνω στην άλλη, εκείνο το παιδί που έπαιζε μπάλα με ματωμένα γόνατα, που γέμιζε με γέλια και με κλάματα τέσσερις τοίχους, αυτό που κοιμόταν μ’ ένα χάδι στην αγκαλιά της μάνας του.
Αφού βρισκόταν τώρα εκεί ξαπλωμένος, ήταν βέβαιο πως κάποτε ήταν αλλού, από κάπου είχε έρθει, κάπου μπορούσε να επιστρέψει. Χρειαζόταν μόνο 17 βήματα, αν έκανε το πρώτο θα χρειαζόταν άλλα 16, και μετά 15, και μετά 14… και μετά θα ήταν απλό. Αυτά σκεφτόταν κάθε φορά πριν κοιμηθεί κι ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του, «είναι απλό» επαναλάμβανε και έκλεινε τα μάτια του.
Τότε χανόταν σε όμορφα όνειρα, όνειρα που έβρισκε την έξοδο, που χοροπηδούσε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, που βούλιαζε τις πατούσες του σε μια αμμουδιά, που το βλέμμα του συναντούσε τις ματιές άλλων ανθρώπων. Ματιές ζεστές, χαρούμενες και φιλικές, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν διστακτικές, διερευνητικές, αποδοκιμαστικές, τόσο σκοτεινές που κατέληγαν να μοιάζουν με δυο πυρωμένα κάρβουνα που τρυπούσαν την καρδιά του.
Και τότε ξυπνούσε λαχανιασμένος, ιδρωμένος, έσπρωχνε με δυσκολία το χέρι του κάτω από το υγρό μαξιλάρι που έμοιαζε πια να ζυγίζει 10 τόνους κι έψαχνε το καρφί του. Αν τα δάχτυλα του αργούσαν να τρυπηθούν του κοβόταν η ανάσα, πίστευε πως αυτό το μαξιλάρι που τον χωρίζει από το καρφί είχε μεγαλώσει τόσο από τους εφιάλτες του και γινόταν αχανές, πως το μικρό του καρφί είχε χαθεί πια οριστικά από κάτω του, πως το αίμα του θα έμενε εγκλωβισμένο στα δάχτυλα του και θα πάγωνε, θα έμενε για πάντα ακίνητο μέσα του, έτσι όπως ήταν κι αυτός πάνω στο μαξιλάρι.
Όμως κάθε φορά, λίγο πριν χάσει τις ελπίδες του, λίγο πριν σταματήσει να ψάχνει, ένιωθε το οξύ του τρύπημα κι αμέσως μετά το καυτό του αίμα να απελευθερώνεται. Η καρδιά του ξεκινούσε και πάλι να χτυπάει, η ανάσα του αποκτούσε ρυθμό, το μυαλό του μπορούσε πια να κάνει λογικές σκέψεις, να θυμηθεί πώς είναι η ζωή, να σχεδιάσει τι θα κάνει όταν φτάσει στην έξοδο, να μετρήσει νοητά αυτά τα 17 βήματα και να ξαναπεί «είναι απλό». Κι έτσι το μαξιλάρι γινόταν κι αυτό ευχάριστο, φιλόξενο, τον προσκαλούσε να συνεχίσει τον ύπνο του και τα όμορφα όνειρα που θα του έφερνε, με ασφάλεια, άλλωστε το καρφί βρισκόταν κοντά, μπορούσε και πάλι να κλείσει τα μάτια.
Της Αντωνίας Τρικαλιώτη